- ὀρνεοσκοπῶ
- ὀρνεοσκοπέωpres subj act 1st sg (attic epic doric)ὀρνεοσκοπέωpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορνεοσκοπώ — ὀρνεοσκοπῶ, έω (Α) [ορνεοσκόπος] μαντεύω το μέλλον από την παρατήρηση τού πετάγματος ή τής κραυγής τών πτηνών … Dictionary of Greek